κρόμλεχ

κρόμλεχ
(βρετονικά kromlek = κυκλικά τοποθετημένοι λίθοι). Όρος που αναφέρεται σε έναν τύπο προϊστορικού μνημείου, που χρονολογείται περίπου την εποχή του ορείχαλκου (3η-2η χιλιετία π.Χ.) και ο οποίος ήταν αρκετά διαδεδομένος στις βόρειες περιοχές της Γαλλίας, στη Μεγάλη Βρετανία και στις Σκανδιναβικές χώρες. Πρόκειται για μεγάλες πέτρες (μεγαλίθους) στερεωμένες κυκλικά στο έδαφος, σε διάμετρο συχνά μεγαλύτερη από 100 μ. Τα μνημεία αυτά περικλείουν μεγάλες επιφάνειες, που προορίζονταν ίσως για τόπους λατρείας. Μερικές φορές το κ. αποτελείται από πολλούς παρόμοιους ομόκεντρους κύκλους μεγαλίθων, που προστατεύονται ολόγυρα με ανάχωμα ή όρυγμα (όπως το Στόουνχεντζ της Αγγλίας). Συχνά μπροστά στους περίφρακτους αυτούς χώρους υπάρχουν μακρές σειρές μεγαλίθων, που φαίνεται ότι αποτελούσαν μνημειακούς δρόμους εισόδου στα κ. Η υπόθεση, ωστόσο, ότι πρόκειται για θρησκευτικά μνημεία ή τόπους λατρείας δεν στηρίζεται σε αδιάψευστες αποδείξεις. Σχηματοποιημένο διάγραμμα κρόμλεχ, του οποίου τα ανοίγματα μεταξύ των μεγαλίθων συμπίπτουν με τις διάφορες θέσεις του Ήλιου και με την ανατολή και τη δύση των άστρων, έκφραση πιθανώς μιας αστρονομικής επιστήμης. Τα κρόμλεχ, μνημεία σχηματισμένα από ομόκεντρους μεγαλιθικούς κύκλους, ήταν διαδεδομένα στη Γαλλία, στην Αγγλία και στη Σκανδιναβία από την 3η έως τη 2η χιλιετία π.Χ. Στη φωτογραφία, το κρόμλεχ του Στόουνχεντζ.
* * *
το
μεγαλιθικό μνημείο από ψηλούς ακατέργαστους λίθους, τοποθετημένους κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cromlech < ουαλ. cromlech < crom (θηλ. του crwm «κυρτός, κυκλικός») + llech «λίθος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • δοκός — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • δόκος — Ευθύγραμμος, οριζόντιος φορέας από ξύλο, πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα ή μέταλλο, που χρησιμοποιείται για τη γεφύρωση ανοιγμάτων και την παραλαβή φορτίων. Η δ. είναι μία από τις παλαιότερες τεχνικές επινοήσεις του ανθρώπου –προϊστορικά Κρομλέχ– και… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ντολμέν — (dolmen). Μεγαλιθικά μνημεία της Λιθοχαλκής εποχής (περ. 2.500 – 1.800 π.Χ.) πολύ διαδεδομένα στην Ευρώπη από την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Βόρεια Γερμανία, τη Σκανδιναβία, τις Βαλεαρίδες, τη Σαρδηνία, την Απουλία, τη Γαλλία και τις Βρετανικές… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλιθικά μνημεία — Κατηγορία μνημείων που εμφανίζονται σε παγκόσμια κλίμακα, εκτείνονται χρονικά σε διάφορες εποχές και χαρακτηρίζονται από τη χρήση λίθων μεγάλου μεγέθους. Τα κύρια σημεία εμφάνισής τους είναι η δυτική Ευρώπη, η Ασία και τα νησιά του Ειρηνικού. Σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”